αναπτερυγίζω

αναπτερυγίζω
(Α ἀναπτερυγίζω) (Ν και αναφτερουγίζω)
ανοίγω τα φτερά μου για να πετάξω, σηκώνομαι ψηλά ανοίγοντας τα φτερά μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναπτερυγίζοντα — ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away pres part act neut nom/voc/acc pl ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπτερυγίσαι — ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away aor inf act ἀναπτερυγίσαῑ , ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπτερύσσομαι — ἀναπτερύσσομαι (Μ) αναπτερυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πτερύσσομαι (< πτέρυξ) «φτεροκοπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”